- συγκρούομαι
- συγκρούομαι, συγκρούστηκα βλ. πίν. 41
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συγκρούομαι — ΝΜΑ βλ. συγκρούω … Dictionary of Greek
συγκρούομαι — συγκρούω strike together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρούω — συγκρούομαι, συγκρούστηκα 1. έρχομαι σε σύγκρουση, συμπλέκομαι: Τα στρατεύματά μας συγκρούστηκαν με τα εχθρικά. 2. έρχομαι σε αντίθεση: Συγκρούονται τα συμφέροντά μας. 3. τρακάρω: Το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε μ ένα φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… … Dictionary of Greek
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ανθάπτομαι — ἀνθάπτομαι (Α) 1. επιτίθεμαι και εγώ, αντεπιτίθεμαι 2. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι 3. συγκρούομαι, μπαίνω σε πόλεμο 4. καταφέρνω κάτι, κατορθώνω, φτάνω κάπου 5. (για λύπη, αρρώστια κλ.π.), προσβάλλω, κτυπώ, προξενώ πόνο 6. μέμφομαι, κατηγορώ … Dictionary of Greek
αντικρούω — (Α ἀντικρούω) νεοελλ. 1. αποκρούω, αντεπιτίθεμαι 2. ανατρέπω, ανασκευάζω επιχειρήματα 3. προβάλλω αντίρρηση αρχ. 1. ωθώ προς τα πίσω 2. συγκρούομαι 3. είμαι εμπόδιο, αντενεργώ … Dictionary of Greek
αντιπεριπίπτω — ἀντιπεριπίπτω (Α) χτυπώ επάνω σε κάτι, συγκρούομαι ακούσια με κάτι … Dictionary of Greek